- θυμοφθόρῳ
- θῡμοφθόρῳ , θυμοφθόροςdestroying the soulmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυμοφθορώ — θυμοφθορῶ, έω (Α) [θυμοφθόρος] φθείρω την ψυχή, βασανίζω την ψυχή, κατατρώγω την καρδιά, στενοχωρούμαι, θλίβομαι … Dictionary of Greek
θυμοφθορῶ — θῡμοφθορῶ , θυμοφθορέω to be tormented in soul pres subj act 1st sg (attic epic doric) θῡμοφθορῶ , θυμοφθορέω to be tormented in soul pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek